- πορτοφολάς
- ο, θηλ. πορτοφολού, Ν [πορτοφόλι]1. αυτός που κατασκευάζει πορτοφόλια2. αυτός που κλέβει πορτοφόλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτοφολάς — ο 1. ο κατασκευαστής πορτοφολιών. 2. ο κλέφτης πορτοφολιών: Από την αστυνομία πιάστηκε γνωστός και πολυώνυμος πορτοφολάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτέμνω — (AM ἀποτέμνω) κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω αρχ. μσν. ( ομαι) ευνουχίζομαι αρχ. Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ 2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά II. ( ομαι) 1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω 2. αποχωρίζω για … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
Μπρεσόν, Ρομπέρ — (Bresson). Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος (Μπρομόν Λα Μότ, 1907 2000). Ζωγράφος, ασχολήθηκε με το σινεμά αρχικά ως σεναριογράφος και από το 1943 ως σκηνοθέτης (Οι άγγελοι της αμαρτίας). Το έργο του θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας για την… … Dictionary of Greek